- ὀλβομέλαθρος
- ὀλβο-μέλαθρος, ον,A of a wealthy house, Man.4.504.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολβομέλαθρος — ὀλβομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει πλούσιο οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + μέλαθρον (πρβλ. υδρο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
ὀλβομέλαθροι — ὀλβομέλαθρος of a wealthy house masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek